χτικιάρικος

χτικιάρικος
η , ο чахоточный, туберкулёзный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χτικιάρικος" в других словарях:

  • χτικιάρικος — η, ο, Ν [χτικιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χτικιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. το χτικιάρικο α) παιδί που έχει προσβληθεί από φυματίωση β) παιδί εξασθενημένο, αδύνατο …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χτικιό: Έχει χτικιάρικο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»